μούτσουναρα

μούτσουναρα
η шутл., презр, морда, рыло;

η μούτσουναρα μου, σου — кг. λ. π. — я, ты и т. д.


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μούτσουναρα" в других словарях:

  • μουτσουνάρα — η [μουτσούνα] 1. μεγάλη μουτσούνα («είχε κατεβασμένη μια μουτσουνάρα τρεις πήχες») 2. (με άρθρ. και με γεν. τής προσωπικής αντωνυμίας) η μουστουνάρα μου, σου, του εγώ, εσύ, αυτός («μίλησε και η μουτσουνάρα του») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»